καρπο-γόνος

καρπο-γόνος

καρπο-γόνος, Frucht erzeugend, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χιλήγονος — ον, Α αυτός που φυτρώνει ως τροφή για τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. σχηματισμένος < χιλός «χλωρή τροφή για υποζύγια» + γονος (< γόνος < γίγνομαι) πρβλ. καρπο γόνος. Το η τού τ. για μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών… …   Dictionary of Greek

  • καρπογόνος — καρπογόνος, ον (Α) 1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον η καρπογονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος ζωο γόνος)] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • λεπυρός — ή, ό (Α λεπυρός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [λέπυρον] (για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.) αρχ. φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”