- προ-δι-εργάζομαι
προ-δι-εργάζομαι, dep. med., vorher vollenden, Arist. eth. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δι-εργάζομαι, dep. med., vorher vollenden, Arist. eth. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραράτιος — και πραράτριος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω*… … Dictionary of Greek
προκάμνω — Α 1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων 2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον 3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.) 4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων 5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.… … Dictionary of Greek