καρπο-φάγος

καρπο-φάγος

καρπο-φάγος, Früchte essend, von Früchten lebend, Arist. polit. 1, 8 H. A. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαβροφαγώ — λαβροφαγῶ, έω (Α) τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. καρπο φαγώ, ξηρο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • ψηφοφαγώ — έω, Μ (κωμ. λ.) ζω από τα χρήματα που αποκομίζω από την πώληση ψήφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + φαγῶ ( φάγος*), πρβλ. καρπο φαγῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”