- καρπο-φορία
καρπο-φορία, ἡ, das Fruchttragen, die Fruchtbarkeit, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπο-φορία, ἡ, das Fruchttragen, die Fruchtbarkeit, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδοφορία — ἡ, Μ ταξίδι με τα πόδια, πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φορία (< φόρος < φέρω), πρβλ. καρπο φορία] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek