- καρπο-φόρημα
καρπο-φόρημα, τό, die Frucht, der Ertrag; Long. 2, 26; Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπο-φόρημα, τό, die Frucht, der Ertrag; Long. 2, 26; Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιροφόρημα — ήματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φόρημα (< φορῶ < φόρος*), πρβλ. καρπο φόρημα] … Dictionary of Greek