- καρπο-τελής
καρπο-τελής, ές, Frucht reisend, bringend, φέρμα Aesch. Suppl. 671.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπο-τελής, ές, Frucht reisend, bringend, φέρμα Aesch. Suppl. 671.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροτελής — ές, Μ αυτός που κατασκευάζει σιδερένια αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τελής (< τέλος «σκοπός, εκτέλεση, κατασκευή»), πρβλ. καρπο τελής] … Dictionary of Greek
καρποτελής — καρποτελής, ές (Α) αυτός που φέρει τον καρπό στην τελειότητά του, που συντελεί στην ανάπτυξη και ωρίμαση τού καρπού («καρποτελῆ γᾱν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + τελής (< τέλος «σκοπός, εκτέλεση»), πρβλ. ακρο τελής, φορο τελής] … Dictionary of Greek