- καρπο-σπόρος
καρπο-σπόρος, Frucht säend, Man. 4, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπο-σπόρος, Frucht säend, Man. 4, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
χρυσοσπόρος — ον, και δ. γρφ. χρυσόσπορος, ΜΑ αυτός που έχει ψήγματα χρυσού («Πακτωλός... χέων χρυσοσπόρον ὕδωρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. καρπο σπόρος. Προτιμότερη θεωρείται η γρφ. χρυσοσπόρος, γιατί η… … Dictionary of Greek
χειμόσπορος — ον, Α (για καρπό) αυτός που τόν σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος, πρωΐ σπορος] … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… … Dictionary of Greek
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
σπόριμος — η, ο / σπόριμος, ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, ίμη, ον, θηλ. ποιητ. και ίμα, Α [σπόρος] 1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν. γ. «σπορίμοιο δι αὔλακος», Θεόκρ.) 2. (για σπόρο ή φυτό)… … Dictionary of Greek