προ-δι-ερευνητής

προ-δι-ερευνητής

προ-δι-ερευνητής, , vorausgeschickter Kundschafter; Xen. Cyr. 5, 4, 4, Plut. Pelop. et Marc. g. E.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προκατάσκοπος — ον, Α αυτός που προβλέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατάσκοπος (Ι) «εξεταστής, ερευνητής, επιθεωρητής»] …   Dictionary of Greek

  • Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”