- καρπεῖον
καρπεῖον, τό, = καρπός, Nic. Al. 276; plur., Ar. bei Poll. 7, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπεῖον, τό, = καρπός, Nic. Al. 276; plur., Ar. bei Poll. 7, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπείον — καρπεῑον, τὸ (Α) [καρπεύω] 1. ο καρπός 2. η κάρπωση … Dictionary of Greek
καρπεῖα — καρπεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπείου — καρπεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῑον», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek