καρπισμός

καρπισμός

καρπισμός, , 1) das Einsammeln, Ernten der Früchte; τῆς γῆς, das Aussaugen der Erde durch übertriebenen Anbau, Theophr. – 2) das Freisprechen eines Sklaven durch den römischen Prätor, der ihn mit einer Ruthe, καρπίς, berührte, emancipatio, Clem. Alex. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρπισμός — (I) ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)] νεοελλ. συλλογή, συγκομιδή καρπών αρχ. εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.). (II) καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο …   Dictionary of Greek

  • καρπισμοί — καρπισμός exhaustion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπισμοῦ — καρπισμός exhaustion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπισμόν — καρπισμός exhaustion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφισμός — καρφισμός, ὁ (Α) ο καρπισμός, η συλλογή καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. ενός αμάρτυρου *καρφίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”