- καρπιστεία
καρπιστεία, ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπιστεία, ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπιστεία — και καρπιστία, ἡ (Α) [καρπίζω (II)] η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση … Dictionary of Greek