- καρπό-βρωτος
καρπό-βρωτος, eßbare Früchte bringend, LXX.; Andere erkl. mit zerfressener Frucht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπό-βρωτος, eßbare Früchte bringend, LXX.; Andere erkl. mit zerfressener Frucht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλόβρωτος — κεφαλόθρωτος, ον (Α) πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημί βρωτος, καρπό βρωτος] … Dictionary of Greek
καρπόβρωτος — καρπόβρωτος, ον (Α) αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)] … Dictionary of Greek