ζα-πληθής

ζα-πληθής

ζα-πληθής, ές, sehr voll; γενειάς, sehr dicht, Aesch. Pers. 308; μούσης στόμα Antp. Sid. 77 (VII, 75).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλήθης — πίμπλημι fill aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • ηδυπληθής — ἡδυπληθής, ές (Α) γεμάτος γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοπληθής — θυμοπληθής, ές (Α) οργίλος, γεμάτος οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. οινο πληθής, πολυ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • ισοπληθής — ές (Α ἰσοπληθής, ές) ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.) αρχ. ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.). επίρρ... ισοπληθώς… …   Dictionary of Greek

  • κενταυροπληθής — κενταυροπληθής, ές (Α) αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής, κοσμο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • κοινοπληθής — κοινοπληθής, ές (Μ) (για ημέρα) η ημέρα τής γενικής συνέλευσης, τής συνάθροισης τού λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκο πληθής, ομο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπληθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση») αρχ. (για άνθρωπο) πληθωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριο πληθής, παμ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • πυριπληθής — ές, Α γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. κοσμο πληθής, οινο πληθής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπληθής — ές, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο πληθής, θυμο πληθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”