καπηλεῖον

καπηλεῖον

καπηλεῖον, τό, der Laden eines κάπηλος, Kramladen, bes. Weinschank; Ar. Eccl. 154; Lys. 1, 24; Isocr. 7, 49; Hermipp. Poll. 7, 194; Luc. Nigr. 25; ἐν τοῖς καπηλείοις καὶ τοῖς πανδοκείοις ἀεὶ διαιτᾶται Ath. XIII, 566 f. S. καπήλιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καπηλεῖον — shop of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλεῖα — καπηλεῖον shop of a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλειατικόν — καπηλειατικόν, τὸ (Μ) [καπηλείον] φόρος που επιβαλλόταν στον ιδιοκτήτη καπηλειού …   Dictionary of Greek

  • καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος …   Dictionary of Greek

  • καπηλογείτων — καπηλογείτων, ονος, ὁ (Α) αυτός που γειτονεύει με καπηλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + γείτων] …   Dictionary of Greek

  • καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • μεταβολικός — ή, ό (Α μεταβολικός, ή όν) [μεταβολή] νεοελλ. ο σχετικός με τον μεταβολισμό (α. «μεταβολική αντίδραση» β. «μεταβολική νόσος») 2. β) «βασικός μεταβολικός ρυθμός» βιολ. άλλη ονομασία τού βασικού μεταβολισμού αρχ. 1. ευμετάβολος, ευμετάβλητος 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՇԽԱՐՀԱՒԱՆԴ — (դք, դից.) NBH 1 0264 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. գրի եւ ԱՇԽԱՐԱՒԱՆԴ. καπηλεῖον caupona, popina, σκηνή tabernaculum, taberna, contubernium Կապելայ. կապելանոց. պանդոկի. տուն եւ կրպակ գինեվաճառաց եւ գուսանաց. իբր աշխարհի հասարակաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՀԱՎԱՃԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0959 Chronological Sequence: Unknown date գ. καπηλεία cauponatio, auponaria. Խոհակերութեանց վաճառ. կամ καπηλεῖον caupona, popina, taberna. Կապելայք. պանդոկ՝ որ վաճառին կերակուրք. իջեւան հանգստեան եւ ուտելոյ. ... *Խարդախութեանց խոկմանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿՐՊԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1137 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ταβέρνα որ է բառ լտ. taberna, officina. տե՛ս եւ ՏԱԲԵՌՆ. καπηλεῖον caupona. Գործարան եւ վաճառանոց արհեստաւորաց. խանութ. եւ Կապելիոն. պանդոկ. ... *Երիցն կրպակաց. Գծ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καπηλείοις — καπηλεί̱οις , καπηλεῖον shop of a neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”