- καπηλευτικός
καπηλευτικός, = καπηλικός, Plat. Legg. VIII, 842 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπηλευτικός, = καπηλικός, Plat. Legg. VIII, 842 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπηλευτικός — ή, ό (Α καπηλευτικός, ή, όν) [καπηλεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάπηλο … Dictionary of Greek
καπηλευτικῶν — καπηλευτικός fem gen pl καπηλευτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)