καπνίας

καπνίας

καπνίας, , rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ καπνίας οἶνος, nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. κάπνιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καπνίας — ο (Α καπνίας) νεοελλ. ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή τού κρυσταλλικού χαλαζία αρχ. 1. ο καπνισμένος 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. κωμική ονομασία τού κωμωδιογράφου Εκφαντίδου 4. φρ. «καπνίας οἶνος» α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε… …   Dictionary of Greek

  • καπνίας — καπνίᾱς , καπνία with smokecoloured grapes fem acc pl καπνίᾱς , καπνία with smokecoloured grapes fem gen sg (attic doric aeolic) καπνίᾱς , καπνίας smoky masc acc pl καπνίᾱς , καπνίας smoky masc nom sg (attic epic doric aeolic) καπνίᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνία — καπνίᾱ , καπνία with smokecoloured grapes fem nom/voc/acc dual καπνίᾱ , καπνία with smokecoloured grapes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καπνίᾱ , καπνίας smoky masc nom/voc/acc dual καπνίας smoky masc voc sg καπνίᾱ , καπνίας smoky masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίαν — καπνίᾱν , καπνία with smokecoloured grapes fem acc sg (attic doric aeolic) καπνίᾱν , καπνίας smoky masc acc sg (attic epic doric aeolic) καπνίας smoky masc acc sg καπνίᾱν , καπνιάω smoke imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καπνίᾱν , καπνιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίᾳ — καπνίᾱͅ , καπνία with smokecoloured grapes fem dat sg (attic doric aeolic) καπνίαι , καπνίας smoky masc nom/voc pl καπνίᾱͅ , καπνίας smoky masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭКФАНТИД —    • Ecphantĭdes,          Έκφαντίδης, один из древнейших поэтов древней аттической комедии, старше Кратина, который, как и младший современник, осмеивал его и дал ему прозвище Καπνίας (дымный человек), потому что его изображения не имели λαμπρόν …   Реальный словарь классических древностей

  • CAPNIAS — I. CAPNIAS Poeta Graecus Suid. Eius seripta in sumum abierunt. Voss. de Poet. Graec. p. 82. II. CAPNIAS graece καπῃἰας, genus iaspidis, a colore fumido sic dicti: apud Dioscroide, ὁ δὲ ἀερίζων, ὁ δὲ καπνίας, ὡςπερεὶ κεκαπνισ μένος. Vocarunt autem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

  • καπνίου — κάπνιος with smokecoloured grapes fem gen sg καπνίας smoky masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”