- καπνιστικός
καπνιστικός, zum Räuchern tauglich, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπνιστικός, zum Räuchern tauglich, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων … Dictionary of Greek