- καπύρια
καπύρια, τά, Eust. aus Ath., wo III, 78 a λαπύρια steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπύρια, τά, Eust. aus Ath., wo III, 78 a λαπύρια steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπυρίζω — (Α) [καπυρός] 1. ζω τρώγοντας καπύρια 2. διασκεδάζω, γλεντοκοπώ («διαίτας ἔχουσα καὶ ἀπόψεις τοῑς καπυρίζειν βουλομένοις», Στράβ.) … Dictionary of Greek