- κύλλαστις
κύλλαστις, ιος, ὁ, ion. κ ύλληστις, ägyptisches Brot aus ὀλύρα, Her. 2, 77; Ar. bei Ath. III, 114 c u. Hecat. X, 418 e; Poll. 6, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύλλαστις, ιος, ὁ, ion. κ ύλληστις, ägyptisches Brot aus ὀλύρα, Her. 2, 77; Ar. bei Ath. III, 114 c u. Hecat. X, 418 e; Poll. 6, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυλλάστις — κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, ιος, ὁ (Α) είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ.… … Dictionary of Greek
κυλλήστεις — κυλλάστις fem nom/voc pl (attic epic ionic) κυλλάστις fem nom/acc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλάστιν — κυλλάστις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλήστιας — κυλλάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλήστις — κυλλήστῑς , κυλλάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)