- κύθος
κύθος, τό, = κεῦϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύθος, τό, = κεῦϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
лакоть — горшок , цслав., ст. слав., русск. цслав. лакъть χύτρα (Супр.). Нет оснований производить от дор. *λΒ̄κυθος, ион. атт. λήκυθος флакончик для масла (см. Миккола, Ваlt. u. Slav. 33; Фасмер, RS 6, 177; против см. Бернекер 1, 687; Романский, RЕS 2,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μαμμάκυθος — Μαμμάκυθος, ὁ (Α) 1. (στον Αριστοφ.) κωμική λέξη για ηλιθίους («κεχηνότες Μαμμάκυθοι», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. Μαμμάκυθος τίτλος έργου τού Πλάτωνος τού Κωμικού ή τού Αρισταγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + κυθος (πρβλ. κευθω «κρύβω»). Η λ. στον… … Dictionary of Greek
Μαμμάκυθος — Μαμμά̱κυθος , Μαμμάκυθος blockhead masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)