- κύνουρα
κύνουρα, τά, Felsen im Meere, Klippen, Lycophr. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύνουρα, τά, Felsen im Meere, Klippen, Lycophr. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύνουρα — κύνουρα, τὰ (Α) πέτρες τής θάλασσας, σκόπελοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + οὐρά] … Dictionary of Greek
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek