κύδιμος

κύδιμος

κύδιμος, = κυδάλιμος, im H. h. Herc. zehnmal als Beiwort des Hermes, wie auch Hes. Th. 938; Pind. vrbdt κυδάμων ἀέϑλων, Ol. 14, 24; κυδίμα σελάνα Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύδιμος — κύδιμος, ον (Α) [κύδος] ένδοξος, φημισμένος («κύδιμον Ἑρμῆν», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • κύδιμος — κύ̱διμος , κύδιμος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιμ' — κύ̱διμα , κύδιμος neut nom/voc/acc pl κύ̱διμε , κύδιμος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιμον — κύ̱διμον , κύδιμος masc/fem acc sg κύ̱διμον , κύδιμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYDIMUS — apud Papinium Statium, l. 5. Theb. v. 227. Flet super aequaevum soror exar mata Lycaste Cydimon. heu! similes perituro in corpore vultus Aspiciens. Nomen fuit boni ominis. Hesych. Κύδιμος, ἔνδοξος, σεμνός. Vide Casp. Barthium, Animadversion. ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …   Dictionary of Greek

  • κυδίμων — κῡδίμων , κύδιμος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιμα — κύ̱διμα , κύδιμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιμε — κύ̱διμε , κύδιμος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιμοι — κύ̱διμοι , κύδιμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”