- γύμνασμα
γύμνασμα, τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύμνασμα, τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύμνασμα — an exercise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύμνασμα — το (AM γύμνασμα) [γυμνάζω] σωματική ή πνευματική άσκηση … Dictionary of Greek
γύμνασμα — το κάθε σωματική ή πνευματική άσκηση: Χρειάζομαι τη βοήθειά σου στα μουσικά γυμνάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνασμάτων — γύμνασμα an exercise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσμασι — γύμνασμα an exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσμασιν — γύμνασμα an exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματα — γύμνασμα an exercise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματι — γύμνασμα an exercise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματος — γύμνασμα an exercise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
άσκημα — (I) ἄσκημα, το (Α) [ασκώ] 1. το γύμνασμα 2. μονάδα στρατού. (II) και άσχημα επίρρ. βλ. άσχημος … Dictionary of Greek