- κύβευμα
κύβευμα, τό, das Würfelspiel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβευμα, τό, das Würfelspiel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβευμα — κύβευμα, τὸ (AM) [κυβεύω] μσν. το να παίζει κάποιος ζάρια, η κυβεία αρχ. αντικείμενο γέλιου, περίγελως … Dictionary of Greek