- κύβερνος
κύβερνος, ὁ, späte Form für κυβερνήτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβερνος, ὁ, späte Form für κυβερνήτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβερνος — κύβερνος, ό (AM, Μ και κυβερνός) κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος («κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας», Γρηγ. Ναζ.) μσν. αυτός που κυβερνά πολιτεία, ο διοικητής … Dictionary of Greek
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek
κύβερνης — κύβερνης, ὁ (Μ) κυβερνήτης, διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυβερνῶ ή μεταπλασμένος τ. τού κύβερνος, ενώ, κατ άλλους, η λ. είναι απόδοση τού λατ. gubernius ή gubernio] … Dictionary of Greek