- κύν-αστρον
κύν-αστρον, τό, der Hundsstern, Sp., wie Schol. Opp. Hal. 1, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύν-αστρον, τό, der Hundsstern, Sp., wie Schol. Opp. Hal. 1, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντάριον — κοντάριον, τὸ (ΑM) 1. βλ. κοντάρι 2. αστρον. κύριο σημείο τής εκλειπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. κυν άριον, τροπ άριον] … Dictionary of Greek