κύναρος

κύναρος

κύναρος, s. κυνάρα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύναρος — Νησίδα του Αιγαίου πελάγους. Βλ. λ. Κίναρος. * * * κύναρος, ἡ (Α) φρ. «κύναρος ἄκανθα» αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνάρα*] …   Dictionary of Greek

  • CINARA — apud Columellam, l. 10. v. 235. Horrida ponatur Cinara. ex Graeco Κινάρα, Latinis Carduns, Siculis olim cactus est, quem articactum hodie Galli vocant, Artichaut. Athen. l. 11. Τίς δὲ τούτοις οὐχι πειθόμενος θαῤῥῶν ἀ `ν εἴποι τὴν κάκτον εἶναι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ματόκλαδο — και ματοκλάδι το 1. βλεφαρίδα 2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ αστέρια» Άγγ. Σικελιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β συνθετικό τής λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό φυλλα και… …   Dictionary of Greek

  • τσύνορο — και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματό κλαδο*, ματό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”