- κύκν-οψις
κύκν-οψις, von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύκν-οψις, von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγύλοψις — και στρογγυλόψις, εως, ό, ἡ, Μ στρογγυλοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + οψις (< ὄψις), πρβλ. κύκν οψις] … Dictionary of Greek
ξήροψις — ξήροψις, ό, ἡ (Μ) αυτός που έχει ξηρή όψη, ισχνό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ὄψις (πρβλ. κύκν οψις)] … Dictionary of Greek