- κύφωμα
κύφωμα, τό, die Krümmung, der Buckel, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύφωμα, τό, die Krümmung, der Buckel, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύφωμα — hump on the back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύφωμα — το (AM κύφωμα) [κυφούμαι] το κύρτωμα τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.) μσν. καμπύλωμα … Dictionary of Greek
κυφώμασιν — κύφωμα hump on the back neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφώματα — κύφωμα hump on the back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφώματι — κύφωμα hump on the back neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφώματος — κύφωμα hump on the back neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφομάνδρα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας σολανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyphomandra < κύφωμα < κυφός + νεολατ. andra, θηλ. τού νεολατ. andrus < ανδρος < ἀνήρ] … Dictionary of Greek