- κύταρον
κύταρον, erkl. Hesych. ζωμήρυσις, Löffel. S. κύτταρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύταρον, erkl. Hesych. ζωμήρυσις, Löffel. S. κύτταρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια … Dictionary of Greek