- κύστιγξ
κύστιγξ, ιγγος, ἡ, kleine Harnblase, Hippocr. bei Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύστιγξ, ιγγος, ἡ, kleine Harnblase, Hippocr. bei Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύστιγξ — κύστιγξ, ιγγος, ἡ (Α) υποκορ. τού κύστις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγ ος, κατά το φύσιγξ] … Dictionary of Greek
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
ՓԱՄՓՈՒՇՏ — (փշտի.) NBH 2 0927 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 11c ՓԱՄՓՈՒՇՏ կամ ՓԱՆՓՈՒՇՏ. κυστίδιον, κύστιγξ vesica, vesicula. Մաշկեղէն պարկ կամ քսակ կենդանեաց՝ ընդունարան միզի. ... *Ասեն, թէ զփանփուշտ յորժամ փչել կամիցիս, ընկեա՛ ʼի ներքո հատ մի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)