- κύρτωμα
κύρτωμα, τό, das Gekrümmte, Gewölbte, die Krümmung, Wölbung, der Bogen; Hippocr. u. Folgde; μηνοειδές, von einer Schlachtordnung in halbmondförmigem Bogen, Pol. 3, 113, 8. 115, 7 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύρτωμα, τό, das Gekrümmte, Gewölbte, die Krümmung, Wölbung, der Bogen; Hippocr. u. Folgde; μηνοειδές, von einer Schlachtordnung in halbmondförmigem Bogen, Pol. 3, 113, 8. 115, 7 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύρτωμα — bulge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρτωμα — το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, όω] κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)… … Dictionary of Greek
κύρτωμα — το, ατος 1. καμπύλωμα, λύγισμα. 2. εξόγκωμα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρτωμάτων — κύρτωμα bulge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτώμασι — κύρτωμα bulge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτώματα — κύρτωμα bulge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτώματι — κύρτωμα bulge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτώματος — κύρτωμα bulge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεμπού — Γένος βοοειδών που χαρακτηρίζονται από ένα κύρτωμα (ύβος), πολύ ή λίγο ανεπτυγμένο, ανάμεσα στις ωμοπλάτες ή από αυτές έως την ινιακή ζώνη. Η καμπούρα των ζ., που αποτελείται από λιπώδη ή μη λιπώδη μυϊκό ιστό, είναι μεγαλύτερη στο αρσενικό και… … Dictionary of Greek
καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… … Dictionary of Greek
καμπούρα — η 1. κύρτωμα τής ράχης ανθρώπου ή ζώου, εξόγκωμα, ύβος («η καμπούρα τής καμήλας») 2. μτφ. κάθε κύρτωμα ή προεξοχή τού εδάφους ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος («η καμπούρα τού σαμαριού») 3. η ράχη 4. φρ. α) «στην καμπούρα μου» στη ράχη μου, εις… … Dictionary of Greek