- προ-δι-αρπάζω
προ-δι-αρπάζω (s. ἁρπάζω), vorher durchplündern, Sp., wie D. Cass. 37, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δι-αρπάζω (s. ἁρπάζω), vorher durchplündern, Sp., wie D. Cass. 37, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαναρπάζω — ΜΑ αρπάζω ή συλλαμβάνω κάτι προηγουμένως («παῑδας προαναρπασθῆναι», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναρπάζω «αρπάζω, απάγω»] … Dictionary of Greek
προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek