- γύπων
γύπων, ωνος, ὁ, eine Art Tänzer, Poll. 4, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γύπων, ωνος, ὁ, eine Art Tänzer, Poll. 4, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυπῶν — γύπη vulture s nest fem gen pl γῡπῶν , γύψ vulture masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ηπατοφαγούμαι — ἡπατοφαγοῡμαι, έομαι (Α) μού τρώγουν το συκώτι («ὑπὸ γυπῶν ἡπατοφαγεῑται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + φαγούμαι < φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*] … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
υποκείρω — Α 1. κόβω αποκάτω 2. αποκόπτω αποκάτω 3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.) β) αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κείρω «κόβω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
Λαγκάς — Αρχαία πόλη της Σουμερίας (στο σημερινό Ιράκ). Το 1877 οι Γάλλοι αρχαιολόγοι Ντε Ζαρζέκ, Κρις, Ντε Ζενουγιάκ και Παρό διεξήγαγαν ανασκαφές στην περιοχή, όπου διαπιστώθηκε ότι η εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων χρονολογείται στα τέλη της 5ης… … Dictionary of Greek