κύπρος

κύπρος

κύπρος (s. nom. pr.), , ein auf der Insel Cyprus häufig wachsender Baum, mit Blättern, denen des Oelbaums ähnlich, aus dessen weißer Blüthe ein wohlriechendes Oel gemacht wurde, Diosc. – Nach Hesych. auch ein Getreidemaaß, zwei modii haltend; vgl. Poll. 4, 169 u. 10, 113 aus Alcaeus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κύπρος — from Cyprus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — from Cyprus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Κύπρος — Chypre Pour les articles homonymes, voir Chypre (homonymie).  Cet article a pour sujet l île selon des considérations géographiques. Pour les différentes entités établies sur cette île, voir Chypre (pays), Chypre du Nord et Akrotiri et… …   Wikipédia en Français

  • Κύπρος — η κράτος της Α. Μεσογείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύπρω — Κύπρος from Cyprus fem nom/voc/acc dual Κύπρος from Cyprus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρω — κύπρος from Cyprus fem nom/voc/acc dual κύπρος from Cyprus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КИПР — (Κύπρος (Kypros), Cyprus) Общие сведения Официальное название Республика Кипр (греч. Κυπριακη Δημοκρατια (Kypriaki Demokratia), англ. Republic of Cyprus). Расположен в Западной Азии, на о. Кипр, в восточной части Средиземного моря. Площадь 9,25… …   Энциклопедия стран мира

  • Καρατζάς, Ιωάννης — (Κύπρος 1767 – 1798). Εθνικός αγωνιστής. Έφυγε από την Κύπρο σε νεαρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στην Αυστροουγγαρία. Συνελήφθη από τους Αυστριακούς μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή για την πατριωτική δράση του. Κατά τη μεταφορά του στην… …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Λεβέντης, Αναστάσιος — (Κύπρος 1902 – 1978). Κύπριος οικονομολόγος και εθνικός ευεργέτης. Ξεκίνησε τη δράση του στη δυτική Αφρική, ιδρύοντας έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της περιοχής. Από το 1966 διετέλεσε επίτιμος πρεσβευτής και μόνιμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”