- κόλλημα
κόλλημα, τό, das Zusammengeleimte, -gefugte, βιβλιδίου Antiphan. bei Poll. 7, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλλημα, τό, das Zusammengeleimte, -gefugte, βιβλιδίου Antiphan. bei Poll. 7, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλλημα — that which is glued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
κόλλημα — το, ατος 1. κόλληση. 2. μπάλωμα, επικόλλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλημάτων — κόλλημα that which is glued neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλήμασιν — κόλλημα that which is glued neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Коллема — (Collema Fr.) родовое название студенистых лишайников из семейства коллемовых (см.), названных так (от греческого слова κόλλημα слизь) потому, что в сырую погоду они представляют слизистую, студенистую массу, листик или кустик. В сухую же погоду… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
ανακόλληση — η (Α ἀνακόλλησις) [ἀνακολλῶ] το να ανακολλά κανείς, κόλλημα, ξανακόλλημα … Dictionary of Greek
ανασυγκόλληση — η νέα συγκόλληση, νέο κόλλημα, αποκατάσταση της ενότητας … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
διακόλληση — η (Α διακόλλησις) [διακολλώ] συγκόλληση, κόλλημα … Dictionary of Greek