- κόλλουρος
κόλλουρος, ὁ, ein Fisch, Marc. Sidet. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλλουρος, ὁ, ein Fisch, Marc. Sidet. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλλουρος — κόλλουρος, ὁ (Α) ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού κόλουρος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek
κόλλουρος — fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλουρίς — κολλουρίς, ίδος, ἡ (Α) [κόλλουρος] είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους … Dictionary of Greek