- κόλαβρος
κόλαβρος, ὁ, ein Gesang, nach dem der Waffentanz κολαβρισμός getanzt wurde, Ath. XV, 697 b, vgl. IV, 164 e. – Nach Suid. das Ferkel. Vgl. μολοβρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλαβρος, ὁ, ein Gesang, nach dem der Waffentanz κολαβρισμός getanzt wurde, Ath. XV, 697 b, vgl. IV, 164 e. – Nach Suid. das Ferkel. Vgl. μολοβρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλαβρος — κόλαβρος, ὁ (AM) μικρός χοίρος, γουρουνάκι αρχ. άσμα που συνόδευε τον χορό τού κολαβρισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
κόλαβρος — a song to which the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάβρους — κόλαβρος a song to which the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάβρων — κόλαβρος a song to which the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάβρῳ — κόλαβρος a song to which the masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλαβρον — κόλαβρος a song to which the masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος … Dictionary of Greek
κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* … Dictionary of Greek
κολάβρωι — κολάβρῳ , κόλαβρος a song to which the masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)