- κόλαφος
κόλαφος, ὁ, Ohrfeige, Backenstreich; Epicharm. bei Hesych. u. E. M 525, 8; eigtl. dor., dem att. κόνδυλος entsprechend; wohl mit κολάπτω zusammenhangend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλαφος, ὁ, Ohrfeige, Backenstreich; Epicharm. bei Hesych. u. E. M 525, 8; eigtl. dor., dem att. κόνδυλος entsprechend; wohl mit κολάπτω zusammenhangend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλαφος — buffet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλαφος — ο (AM κόλαφος) ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο νεοελλ. βαριά προσβολή, εξύβριση («το άρθρο τής εφημερίδας ήταν κόλαφος για τον υπουργό»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολάπτω με εκφραστικό δασύ ( φ ). Κατ άλλους, η λ.… … Dictionary of Greek
κόλαφος — ο 1. ράπισμα, μπάτσος, χαστούκι. 2. μτφ., προσβολή, εξύβριση: Ήταν κόλαφος για τον υπουργό το ρεπορτάζ της εφημερίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολάφου — κόλαφος buffet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάφους — κόλαφος buffet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλαφοι — κόλαφος buffet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλαφον — κόλαφος buffet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
golpe — (Del lat. vulgar colupus < lat. colaphus < gr. kolaphos, bofetón.) ► sustantivo masculino 1 Acción y resultado de golpear: ■ se dio un fuerte golpe en la cabeza. SINÓNIMO coscorrón encontronazo leñazo porrazo puñetazo 2 Ruido producido al… … Enciclopedia Universal
καρπαζιά — η 1. ισχυρό και ηχηρό χτύπημα που καταφέρεται με την παλάμη στο κεφάλι και ιδίως στον σβέρκο άλλου, κόλαφος 2. φρ. «είναι για καρπαζιές» (για πρόσ.) δεν έχει καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < τουρκ. karapazi «είδηση»] … Dictionary of Greek
κολαφίζω — (AM κολαφίζω) [κόλαφος] 1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» τόν έφτυσαν στο πρόσωπο και τόν χαστούκισαν κι άλλοι τόν… … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek