- κόλυτρον
κόλυτρον, τό, = κόλυϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλυτρον, τό, = κόλυϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλυτρον — κόλυτρον, τὸ (Α) βλ. κόλυθρον … Dictionary of Greek
κόλυθρον — και κόλυτρον, τὸ (Α) το ώριμο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω τής διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα θρον ( τρον), πρβλ. μέλα θρον, άρο τρον … Dictionary of Greek