κόλπωμα

κόλπωμα

κόλπωμα, τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόλπωμα — bellying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπωμα — το (AM κόλπωμα) [κολπώ] νεοελλ. 1. κόλπος, εσοχή 2. καμπυλότητα, φούσκωμα 3. αναδίπλωση, πτύχωση 4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός τού σώματος («κόλπωμα κωναρίου») αρχ. 1. κοίλωμα («κόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κολπωμάτων — κόλπωμα bellying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώμασιν — κόλπωμα bellying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώματα — κόλπωμα bellying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώματι — κόλπωμα bellying neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώματος — κόλπωμα bellying neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυκυστικός — ή, ό όρος που αναφέρεται σε διαφόρους ανατομικούς σχηματισμούς (α. «ευθυκυστική πτυχή» β. «ευθυκυστικό κόλπωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κυστικός] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοτυφλικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται πίσω από το τυφλό έντερο («οπισθοτυφλικό κόλπωμα») …   Dictionary of Greek

  • ροζενμυλλέρειος — α, ο, Ν φρ. «ροζενμυλλέρειος βόθρος» ανατ. σχισμοειδές κόλπωμα δίπλα στο φαρυγγικό στόμιο τής ευσταχιανής σάλπιγγας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”