κόνναρος

κόνναρος

κόνναρος, , s. κόναρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόνναρος — Zizyphus Spina Christi masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνναρος — ο (Α κόνναρος) νεοελλ. βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας κονναρίδες αρχ. το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος] …   Dictionary of Greek

  • κουκουνάρι — και κουκκουνάρι, το (Μ κουκουνάριον) ο καρπός τού πεύκου, ο κώνος τής κουκουναριάς νεοελλ. 1. ο σπόρος που περικλείεται στον κώνο τού πεύκου 2. φρ. «τόν ταΐζει κουκουνάρια» τον συντηρεί πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκωνάριον (< κόκκων), με… …   Dictionary of Greek

  • κόνναρον — κόνναρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο καρπός τού κοννάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κόνναρος*] …   Dictionary of Greek

  • κοννάρου — κόνναρον Zizyphus Spina Christi neut gen sg κόνναρος Zizyphus Spina Christi masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοννάρων — κόνναρον Zizyphus Spina Christi neut gen pl κόνναρος Zizyphus Spina Christi masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνναρον — Zizyphus Spina Christi neut nom/voc/acc sg κόνναρος Zizyphus Spina Christi masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”