- κόνικλος
κόνικλος, Ael. H. A. 13, 15, auch κούνικλος und κύνικλος, ὁ, cuniculus, Kaninchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόνικλος, Ael. H. A. 13, 15, auch κούνικλος und κύνικλος, ὁ, cuniculus, Kaninchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόνικλος — ο (Α κόνικλος και κύνικλος) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»] … Dictionary of Greek
κόνικλος — ο το κουνέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονικλοτρόφος — ο, η αυτός που εκτρέφει κουνέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
κούνικλος — και κουνίκουλος, ὁ (Α) κόνικλος*, κύνικλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus βλ. και λ. κουνέλι] … Dictionary of Greek
κύνικλος — κύνικλος, ὁ (Α) βλ. κόνικλος … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek