κόβειρος, ὁ, = Vorigem; Hesych. γελοιαστής, σκώπ της, auch λοιδοριστής erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόβειρος — κόβειρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. γελοίος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κόβειρος άνθρωπος που λέει αστεία, σκώπτης … Dictionary of Greek
κόβειρος — jester masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)