κόντωσις

κόντωσις

κόντωσις, , das Fischen mit einer Stange, Ael. H. A. 12, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόντωσις — κόντωσις, ἡ (Α) το ψάρεμα με καμάκι που μοιάζει με κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοντώσιν] …   Dictionary of Greek

  • κόντωσις — fishing with a pole fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντώσιν — και κοντύσιν, τὸ (Μ) κοντό ξύλο και κυρίως το κοντύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *κοντώσειν ενός αμάρτυρου ρ. *κοντόω / ῶ (< κοντός). Την υπόθεση αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”