κόσμητρον

κόσμητρον

κόσμητρον, τό, Werkzeug zum Putzen, der Besen; Schol. Ar. Pax 59; Suid. v. κάλλυντρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόσμητρον — κόσμητρον, τὸ (Α) σάρωθρο, σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κοσμη (πρβλ. ἐ κόσμη σα, αόρ. τού κοσμῶ) + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγη τρον, φόβη τρον)] …   Dictionary of Greek

  • κόσμητρον — broom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσμητρα — κόσμητρον broom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”