κόσυμβος

κόσυμβος

κόσυμβος, , Tr oddel, Franzen am Saume des Kleides, LXX, VLL., nach denen es auch ein Zeugstreifen ist, durch welchen der aufgeschürzte Untertheil der ἐξωμίς gehalten wird; bei Dio Chrys. ein zottiges Hirtenkleid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόσυμβος — και κόσσυμβος, ὁ (Α) 1. κρόσσι ενδύματος, φραμπαλάς 2. φιλές, δίχτυ μαλλιών 3. ταινία με την οποία συγκρατούσαν το κάτω ανασηκωμένο μέρος τής εξωμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κοσύμβη] …   Dictionary of Greek

  • κόσυμβος — fringe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσύμβοις — κόσυμβος fringe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσύμβου — κόσυμβος fringe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσύμβους — κόσυμβος fringe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσύμβων — κόσυμβος fringe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσυμβοι — κόσυμβος fringe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тресна — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κόσυμβος, κρόσσος, στρεπτόν) тесьма золотая или… …   Словарь церковнославянского языка

  • κοσυμβωτός — κοσυμβωτός, ή, όν (Α) κροσσωτός, αυτός που έχει γύρο με κρόσσια («χιτών κοσυμβωτός», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσυμβος + επίθημα ωτός (πρβλ. ελικ ωτός, θολ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κουτσουλώ — άω [κουτσουλιά] (για πτηνό) αποβάλλω περίττωμα, κάνω κουτσουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσυμβος / κοσύμβη, που σε ορισμένες διαλέκτους σημαίνει «ακέφαλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”