κόρη

κόρη

κόρη, , ion. u. ep. κούρη, H. h. Cer. 439 ist κόρη bedenklich, dor. κώρα, Theocr. 6, 36; aber Pind. nur κόραι u. κοῦραι (vgl. κόρος, κοῦρος); – 1) Mädchen, Jungfrau, Tochter; ἠΰτε κούρη νηπίη, ἥϑ' ἅμα μητρὶ ϑέουσ' ἀνελέσϑαι ἀνώγει Il. 16, 7; von der Briseis, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην 1, 98, öfter; sehr gew. heißen die Nymphen κοῠραι Διὸς αἰγιόχοιο; die Braut, Od. 18, 279; die junge Frau, die Neuvermählte, Il. 6, 247; vgl. Eur. Or. 1436; die Tragg. gewöhnl. κόρη, aber auch κούρα, Aesch. Spt. 133, wie Soph. O. C. 176 (bei dem ἁ πτερόεσσα κόρα die Sphinx heißt, O. R. 509); Eur. I. T. 210; in Prosa nur κόρη, ἤδη δ' εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Plat. Critia. 113 d, καὶ κόρας καὶ γυναῖκας Legg. VII, 813 e, παιδὸς οὔσης κόρης Dem. 21, 79. – Vorzugsweise heißt so in Attika Proserpina, Eur. Alc. 855 u. A.; ναὶ τὰν Κόραν, Ar. Vesp. 1438; τὰ Δήμητρος καὶ Κόρης ἱερά, Xen. Hell. 6, 3, 6. – 2) eine Puppe von Wachs, Thon od. anderen Stoffen, B. A. 272 τὸ σμικρὸν ἀγαλμάτιον τὸ γύψινον ἢ πήλινον; so ἀπὸ τῶν κορῶν τε καὶ ἀγαλμάτων Plat. Phaedr. 230 b; Sp.; Ep. ad. 115 (VI, 280). – 3) die Pupilleim Auge, weil in ihr ein Bildchen des Hineinsehenden erscheint, vgl. Plat. Alc. I, 133 a u. Medic. Oft bei Eur., ὀμμάτων ξηραῖς κόραις Or. 389; geradezu für Auge, προς βλέπειν ὀρϑαῖς κόραις Hec. 979, vgl. Bacch. 746; κόραι στάζουσι δακρύοις Ion 876; auch in der Anth. – Nach Poll. 9, 74 auch eine Münze in Athen. – Bei Xen. Hell. 2, 1, 8 ein langer über die Hand hinaus reichender Aermel.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόρη — girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) κορέω satiate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρῃ — κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρηι , κόρις bug masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — η 1. κορίτσι, κοπέλα. 2. άγαμη γυναίκα. 3. το στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορῇ — κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg (epic) κορέω satiate pres subj mp 2nd sg κορέω satiate pres ind mp 2nd sg κορέω satiate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρη — Κόρα fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρῃ — Κόρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του …   Dictionary of Greek

  • κόραι — κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”