κόρεια

κόρεια

κόρεια, τά, Opferfest der Κόρη, d. i. der Proserpina, Plut. Dion. 56. – Bei Schol. Eur. Alc. 175 τὰ τῆς παρϑενείας κορεῖα, = Vorigem 2, eigtl. neutr. von κορεῖος, das Mädchen betreffend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορεία — (I) κορεία, ἡ (Α) [κορέω (ΙΙ)] πιθ. (κατά τον Ησύχ.) 1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα 2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία. (II) κορεία, ἡ (Α) βλ. κόρειος …   Dictionary of Greek

  • κόρεια — κόρειος of a maiden neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείας — κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem acc pl κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem acc pl κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κορεία brushing fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείαν — κορείᾱν , κόρειος of a maiden fem acc sg (attic doric aeolic) κορείᾱν , κόρευμα maidenhood fem acc sg (attic doric aeolic) κορείᾱν , κορεία brushing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORE — I. CORE Cereris filia, a κόρος i. e. satietas, dicta; Festa eius Corea dicebantur. Schol. Pindari, Olymp. Od. 7. πολλοὶ δὲ ἄγονται ἀγῶνες εν Α᾿ρκαδία, Λύκαια, Κόρεια, Α᾿λέαια Hesych. Κόρεια, θεραπεία καλλονὴ, ἤ θυσία τῇ Κόρῃ τελουμεν´η Eius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόρειος — κόρειος, εία, ον (Α) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον η ιδιότητα τής κόρης, η παρθενία 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον ο ναός τής Κόρης, δηλ. τής Περσεφόνης 4. (το …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Мевлевии — орден дервишей (см.), основанный Джелаледдином Руми в XIII веке, широко распространенный среди персов и турок; по уверению Кремера ( Gesch. d. herrsch. Id. d. Isl. , 263), арабов между М. не бывает. Развитию ордена много содействовали мусульм.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Coreógrafo — Saltar a navegación, búsqueda El coreógrafo es el creador de la coreografía o composición del baile, tanto para la danza como para otros espectáculos como el patinaje, la gimnasia rítmica, etc. El término deriva de las palabras del griego antiguo …   Wikipedia Español

  • ПЕРСЕФОНА —    • Περσεφόνη,          Περσεφόνεια, Περσέφασσα, Φερσέφασσα, Κόρη, Proserpina, дочь Зевса и Деметры (Ноm. Il. 14, 326. Ноm. Od. 11, 217), почтенная супруга Аида, грозная повелительница теней, владычествующая над душами мертвых (Ноm. Od. 11, 213… …   Реальный словарь классических древностей

  • κορείην — κόρειος of a maiden fem acc sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem acc sg (epic ionic) κορεία brushing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”