κόπωσις

κόπωσις

κόπωσις, , Ermüdung, Ermattung, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόπωσις — weariness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπώσει — κόπωσις weariness fem nom/voc/acc dual (attic epic) κοπώσεϊ , κόπωσις weariness fem dat sg (epic) κόπωσις weariness fem dat sg (attic ionic) κοπόω weary aor subj act 3rd sg (epic) κοπόω weary fut ind mid 2nd sg κοπόω weary fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπωσιν — κόπωσις weariness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακόπωσις — κατακόπωσις, ἡ (Α) η μεγάλη κούραση, η εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κόπωσις] …   Dictionary of Greek

  • κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”